κακελπιστώ

κακελπιστώ
κακελπιστῶ, -έω (Α)
έχω κακό προαίσθημα, περιμένω κάτι κακό να συμβεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ελπιστῶ (< -ελπιστος < ἐλπίζω), πρβλ. δυσ-ελπιστώ, ευ-ελπιστώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”